δερματίτιδα

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

η
φλεγμονή του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].