δερματομάλις

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

(-ιος και -εως), η
εντοπισμός της χρόνιας μάλιος του αλόγου στο δέρμα.