διαβολίζω

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

Greek Monolingual

1. πειράζω υπερβολικά κάποιον, εξερεθίζω
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαβολισμένος, -η, ο
εξοργισμένος υπερβολικά.