ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
1. πειράζω υπερβολικά κάποιον, εξερεθίζω2. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαβολισμένος, -η, οεξοργισμένος υπερβολικά.