διαβολίζω

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

1. πειράζω υπερβολικά κάποιον, εξερεθίζω
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαβολισμένος, -η, ο
εξοργισμένος υπερβολικά.