διαπορθμευτής

From LSJ

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Grafía: graf. διαπορθμειτής Gloss.2.273
transmisor (ὁ Υἱός) δ. τοῦ ἁγίου Πνεύματος Leont.H.Nest.M.86.1485B, cf. Gloss.l.c.