διμηνίτης

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

ο
το διμήνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς].