δινώ

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

(I)
δινῶ (-έω) (Α)
βλ. δινεύω.
(II)
δινῶ (-όω) (Μ) δίνος
στρογγυλεύω κάτι με τόρνο.