στρογγυλεύω

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369

German (Pape)

[Seite 955] = στρογγυλαίνω, Sp.

Greek Monolingual

Ν στρογγυλός
(ως μτβ. και ως αμτβ.)
1. στρογγυλαίνω
2. κάνω ακέραιο έναν αριθμό ή ένα ποσό παραλείποντας τις μονάδες ή τα κλάσματά του.