Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρογγυλεύω

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

German (Pape)

[Seite 955] = στρογγυλαίνω, Sp.

Greek Monolingual

Ν στρογγυλός
(ως μτβ. και ως αμτβ.)
1. στρογγυλαίνω
2. κάνω ακέραιο έναν αριθμό ή ένα ποσό παραλείποντας τις μονάδες ή τα κλάσματά του.