διφρίας

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek (Liddell-Scott)

διφρίας: -ου, ὁ, «ὁ ἑδραῖος καὶ καθήμενος ἀεί, οἱον ἀργὸς» Ἡσύχ. Κατὰ διόρθωσιν τοῦ Δινδορφ. ἀντὶ δίφρις. Ἴδ. Κόντ. Γλ. Παρ. σ. 342.