διώκτριος

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 perseguidor, acosador de pers. τὰς διωκτρίας προπομποὺς εἰποῦσαι Sch.A.Eu.206 (p.213), de abstr. ἁμαρτία Gr.Naz.M.36.644A.
2 que pone en fuga, que ahuyenta de la oración δ. πάσης ἀντικειμένης δυνάμεως Nil.M.79.457C.