δολάριο

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

το
νομισματική μονάδα τών ΗΠΑ κυρίως ($), του Καναδά ($CAN) και άλλων κρατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. dollar < αρχ. γερμ. daler < Thaler «τάλιρο»)].