δραστηρ

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Russian (Dvoretsky)

δραστηρ: эп.-ион. δρηστήρ, ῆρος adj. m διδράσκω беглый, бежавший Babr.