διδράσκω
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
run away, Hsch.: pf., δέδρᾱκα τοῦ καπηλείου Eun.Hist. p.255 D.: aor. imper. δράντων prob. l. in Tab.Defix.Aud.26 (Crete, iii B. C.); part. δράσαντα POxy.1423.6 (iv A. D.); but mostly found in compds., esp. ἀπο-.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. part. δράσαντα POxy.1423.6 (IV d.C.); perf. ind. δέδρακα Eun.Hist.62.2]
huir, escapar λέγων ὅτι μὴ μέλλοι διδράσκειν Socr.Ep.16.1, ἐὰν δὲ ἀργήσῃ ἡ παιδίσκη Σωτηρὶς ἢ δράσῃ [ἢ ἀ] σθενήσῃ Stud.Pal.22.36.13 (II d.C.), ἐπιτρέπω δοῦλόν μου Μάγνον ... δράσαντα ... ἀγαγεῖν POxy.l.c., cf. Hsch.s.u. διδράσκων, δ 2315
•c. gen. δεδρακότες τοῦ καπηλείου Eun.l.c.
• Etimología: Pres. red. de *dreHu̯2-, tema que da lugar a ai. drāti y, en grado ø *drHu̯2°-, a ai. drutá-, gót. trudan.
French (Bailly abrégé)
s'éloigner en courant.
Étymologie: DELG apparenté à δραμεῖν.
German (Pape)
fut. δράσομαι, aor. ἔδραν, δρᾶναι, δράς, ion. διδρήσκω, gew. nur in Zusammensetzungen mit ἀπό, διά, ἐκ; das simplex stellt Schäfer Plut. Lucull. 8 her.
Russian (Dvoretsky)
διδράσκω: ион. -διδρήσκω (только с приставками: ἀποδιδράσκω, διαδιδράσκω и т. п.) бежать, убегать.
Greek (Liddell-Scott)
διδράσκω: εὑρισκόμενον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀποδιδράσκω, συναποδιδράσκω, διαδιδράσκω, ἐκδιδράσκω, πλὴν ὅτι ὁ Ἡσύχ. ἔχει «διδράσκων· φεύγων». (Κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τῆς √ΔΡΑ, ἐξ ἧς ἀποδρᾶναι, δρασμός, ἄδραστος, δρᾱπέτης· πρβλ. Σανσκρ. drâ, drâmi (fugio), apadram (ἀπέδραν)· τὰ δρᾰμεῖν, δρόμος, κτλ., παράγονται πιθανῶς ἐκ συγγενοῦς ῥίζης, Κούρτ. ἀρ. 275).
Greek Monolingual
διδράσκω (Α)
δραπετεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι διδράσκω, δρόμος, άδραστος, δραπέτης απαρτίζουν ενδιαφέρουσα ομάδα λέξεων που ανάγονται πιθ. σε αρχική IΕ ρίζα der- «τρέχω». Υποστηρίζεται ότι η μηδενισμένη μορφή της ρίζας (παρεκτεταμένη με -e∂2-: dr-e∂2- >) drā- απαντά στον αθέματο αναδιπλασιασμένο ενεστώτα δι-δρᾱ-σκ-ω με επίθημα -σκ- και στον αόρ. έ-δρᾱ-ν (πρβλ. και δρασμός, άδραστος). Ο αόρ. έδραμον, δραμείν, ως ενεστώτας του οποίου λειτουργεί το τρέχω, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα drm- της ρίζας dr-em (μηδενισμένη μορφή της der-, παρεκτεταμένη σε -em-), η οποία λειτουργεί ως απαθής, ο δε τ. δρόμος < drom- σε ετεροιωμένη βαθμίδα της drem-. Τέλος, στον ενεστώτα δρασκάζω απαντά και δεύτερο επίθημα -αζ-].
Greek Monotonic
διδράσκω: ξεφεύγω, δραπετεύω (αναδιπλ. από √ΔΡΑ, από όπου τα σύνθ. ἀπο-δρᾶναι κ.λπ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: run away (ἀποδράς Od.; but see ῎Αδρηστος below)
Other forms: aor. ἀπ-έδραν, perf. ἁποδέδρακα. Also ἐκ-διδράσκω; the simplex is hardly attested; s. DELG.
Derivatives: ἀπόδρασις (Hdt.). δρασμός flight (Hdt.). - ἄδραστος intr. who does not run away (Hdt.), also as PN ῎Αδρηστος, -δραστος (Il.); fem. Ἀδράστεια name of Nemesis from whom one cannot flee (A.; s. Schwyzer 475); - δραπέτης m. runaway (slave) (Hdt.); the -π- is unclear. δραπετεύω run away. δράψ (Ar. fr. 768; old?). Also δρασκάζω try to run away" (Lys.).
Origin: IE [Indo-European] [204] *dreh₂- run
Etymology: IE [204] *dreh₂- run The athematic root aorist ἔ-δρα-ν agrees with Skt. drā́-ti escapes. Root *dr-eh₂- beside *dr-em- in δραμεῖν, δρόμος.
See also: s. ἀποδιδράσκω.
Middle Liddell
[redupl. from !δρα] whence the compounds ἀποδρᾶναι, etc.]
to run away
Frisk Etymology German
διδράσκω: {didráskō}
See also: s. ἀποδιδράσκω.
Page 1,387
Translations
run away
Arabic: هَرَبَ; Catalan: fugir; Cherokee: ᎠᎵᏘᎠ; Chinese Mandarin: 逃跑; Czech: utéct; Dutch: vluchten, weglopen; Esperanto: forkuri; Finnish: juosta pakoon; French: s'enfuir; Friulian: fuî, scjampâ; German: wegrennen, davonlaufen; Ancient Greek: ἀλύσκω, ἀναδιδράσκω, ἀποδιδράσκειν, ἀποδιδράσκω, ἀποδιδρήσκω, ἀποθέω, ἀποσεύω, ἀποτράχω, ἀποτρέχω, αὐτομολεῖν, διαδιδράσκειν, διαδιδράσκω, διδράσκω, διδρήσκω, δίω, δραπετεύειν, δραπετεύω, ἐκδιδράσκειν, ἐκτρέχω, ἐκφέρω, ἐκφεύγω, παρασείω, ὑπεκφεύγω, φεύγειν, φεύγω; Hebrew: בָּרַח; Ido: fugar; Italian: scappare, fuggire; Japanese: 逃げる, 逃走する; Kabuverdianu: fuji; Kabyle: rwel; Latin: fugio; Ngazidja Comorian: utrawa; Norwegian: stikke av; Persian: فرار کردن; Polish: uciekać; Portuguese: fugir; Romanian: fugi, scăpa; Russian: убегать, убежать; Sanskrit: नश्यति, सिसर्ति; Spanish: huir; Swedish: springa iväg; Telugu: పారిపోవు; Walloon: cori evoye
escape
Albanian: arratisem; Arabic: هَرَبَ; Egyptian Arabic: فلت, زوغ, هرب; Armenian: փախչել; Aromanian: scap, ascap; Assamese: পলা, ভাগ; Asturian: escapar; Basque: ihes egin; Bulgarian: отървавам се; Catalan: escapar, fugir; Cherokee: ᎠᎵᏘᎠ; Chinese Mandarin: 逃生, 逃跑; Czech: uniknout; Dutch: ontsnappen; Esperanto: eskapi; Estonian: pääsema; Finnish: paeta, karata, päästä; French: échapper, s'échapper, fuir; Friulian: scjampâ, sčhampâ; Galician: ciscar, cispar, liscar, iscar, escampaviar, escabildrar, fuxir, afufar, rispar, alimpar; Georgian: გაქცევა; German: entgehen; Gothic: 𐌿𐌽𐌸𐌰𐌸𐌻𐌹𐌿𐌷𐌰𐌽; Greek: δραπετεύω; Ancient Greek: ἀλύσκειν, ἀλύσκω, ἀποδιδράσκειν, ἀποδιδράσκω, ἀποφεύγειν, ἀποφεύγω, διαδιδράσκειν, διαδιδράσκω, διαφεύγειν, διαφεύγω, διδράσκω, διεκφεύγω, διεκφυγγάνω, διεξοδεύω, δραπετεύω, ἐκδιδράσκειν, ἐκδιδράσκω, ἐκκυλίνδεσθαι, ἐκπροφεύγω, ἐκτρέχω, ἐκφεύγειν, ἐκφεύγω, ἐκφυγγάνειν, ἐκφυγγάνω, ἐξαλύσκειν, ἐξαλύσκω, ἐξυπαλύσκω, ἐξυπέρχομαι, ἐφορμίζω, παραλανθάνω, παρατρέχω, παραφεύγω, παρεκδύω, παρεκπίπτω, παρέρχεσθαι, ὑπεκκλίνω, ὑπεκπροφεύγω, ὑπεκτρέχειν, ὑπεκτρέχω, ὑπερτρέχω, ὑπερφεύγω, φεύγειν, φεύγω, φυγγάνειν, φυγγάνω; Haitian Creole: chape; Hebrew: נִמְלַט; Hungarian: megszökik; Icelandic: sleppa; Ido: eskapar; Indonesian: kabur; Italian: scappare, fuggire, darsela a gambe; Japanese: 逃げる, 免れる; Kabuverdianu: fuji; Khmer: គេច, រួច; Kurdish Northern Kurdish: revîn, bazdan; Latin: fugio, evado, aufugio, effugio, subterfugio, refugio, profugio; Latvian: izbēgt; Lithuanian: pabėgti; Malay: lari; Maltese: ħarab; Mansaka: losot; Maori: oraiti, paheno, pahiko, pakiha, mawhiti, puta te ihu, hōnea, whakatipa; Norman: êcapper; Northern Sami: báhtarit; Norwegian: unnslippe, unnkomme; Occitan: escapar; Old English: flēon, wiþfaran; Oromo: miliquu; Ottoman Turkish: قاچمق; Polish: wydostawać się, wydostać się; Portuguese: escapar, fugir; Romanian: evada, scăpa; Romansch: mitschar, mütschir, scappar, scapar, scapper; Russian: спасаться, спастись, совершать побег, совершить побег; Sanskrit: सिसर्ति; Slovak: utiecť; Slovene: zbežati, pobegniti; Spanish: escapar, liberarse, fugarse, furtarse; Swahili: kuponyoka; Swedish: fly, rymma; Tagalog: takas; Tamil: தப்பி; Thai: หนี; Turkish: kaçmak; Ukrainian: рятуватися, врятуватися, спасатися, спастися, утікати, втікати, втекти; Venetan: scanpar; Vietnamese: thoát, trốn thoát, trốn khỏi; Welsh: dianc; Yiddish: אַנטלויפֿן