δριμιός

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source

Greek Monolingual

-ιά, -ιό (Μ δριμιός, -ιά, -ιόν)
δριμύς.