δριμύς

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρῑμύς Medium diacritics: δριμύς Low diacritics: δριμύς Capitals: ΔΡΙΜΥΣ
Transliteration A: drimýs Transliteration B: drimys Transliteration C: drimys Beta Code: drimu/s

English (LSJ)

δριμεῖα, δριμύ,
A piercing, sharp, keen, βέλος Il.11.270: metaph., δριμεῖα μάχη 15.696, Hes.Sc.261; δ. χόλος Il.18.322; μένος Od.24.319; ἄχος Hes.Sc.457; θυμός A.Ch.391 (lyr.).
II of things which affect the eyes or taste, keen, pungent, acrid, of smoke, δριμύτατος καπνῶν Ar.V.146; of radish, etc., opp. γλυκύς, X.Mem.1.4.5, cf. Pl.Com.154 (Sup.); χυμός Arist.de An.422b13; ὀσμαί ib.421a30; δριμέσιν ἰητρεύειν with pungent drugs, Hp.Fract.27; δ. οἶνος Luc.Merc.Cond.18. Adv. δριμέως: Comp. δριμύτερον, ὄζειν Arist.Pr.907a13; ῥεύματος δριμύτερον γενομένου Hp.VM18.
III metaph., of persons, bitter, fierce, ἀλάστωρ A.Ag.1501 (lyr.); ἄγροικος Ar.Eq.808, etc.; also, keen, shrewd, κρόταλον E.Cyc.104; ἔντονοι καὶ δ. Pl.Tht.173a; δριμὺς καὶ δικανικός ib. 175d; δ. ἐν τῷ ἀποκρίνεσθαι Arist. Top.156b37; λόγος δριμύτατος Id.SE182b37 (but λέξις and λόγος δριμύς of striking turns of phrase, Hermog.Id.1.2, 2.5): neut. as adverb, δριμὺ βλέπειν = look bitter, Ar.Ra. 562; but also to look sharply, keenly, Pl.R. 519a, Luc.Symp.16; ἐνορᾶν Id.Cat.3, Ael.VH14.22, D.C.59.26:—regul. Adv. δριμέως = harshly, strongly, vividly, Anaxandr.15.3; ἐρασθῆναι Ael.NA7.15; δριμύτατα ἀλγεῖν Id.VH 12.1.

Spanish (DGE)

(δρῑμύς) δριμεῖα, δριμύ
• Alolema(s): fem. δριμέα Hp.Vict.3.74; δριμέη Hp.Vict.3.75; δριμείη Nic.Fr.70.12
• Morfología: [gen. masc. δριμίος PCair.Zen.33.15 (III a.C.)]
I 1de objetos agudo, afilado, penetrante βέλος Il.11.270, Meropis 2.4, Nonn.D.41.411, κόνδυλος Ar.Pax 257
subst. τὸ δριμύ = el aguijón del escorpión, Lyd.Mag.1.42.
2 de olores penetrante, fuerte δριμέων ὀδμαί Hp.Morb.3.2, δριμεῖαι καὶ γλυκεῖαί εἰσιν ὀσμαί Arist.Sens.443b9, cf. de An.421a30, Plu.2.665d, δριμύτατος καπνῶν Ar.V.146
de sabores y alimentos acre, agrio, amargo, ácido, picante ἅλμη Hp.Vict.3.75, Nic.Fr.70.12, μυττωτός Hp.Epid.2.6.28, σίδια Hp.Morb.2.47b, βόλβιον Hp.Mul.2.181, ὀρίγανος Pl.Com.169, χυμός Arist.de An.422b13, Sens.442a18, τάμισος Theoc.11.66, οἶνος Luc.Merc.Cond.18, cf. PCair.Zen.l.c., ἁλμυρὸν δὲ μηδὲν μηδὲ δριμὺ προσφέρειν no dar(le) ningún alimento salado ni ácido Hp.Acut.(Sp.) 1, ῥίζας ... δριμείας δὲ τῇ γεύσει καὶ τῇ ὀδμῇ Dsc.1.2.1, cf. Pl.Ti.66a, Ocell.21, Plu.2.92b, Vett.Val.1.13, Orph.L.720, op. γλυκύς X.Mem.1.4.5, ἡ ... γλῶττα τοῦ ... δριμέος ... γνώμων ἐστί Plu.2.990a
tb. de humores y flujos del cuerpo acre τῆς γὰρ χολῆς ... τὸ δὲ παχύτατον καὶ δριμύτατον la parte más espesa y amarga de la bilis, Hp.Aër.10, ἐμεῖ ... δριμύ Hp.Morb.2.66, cf. Vict.l.c., οἱ ἀεὶ δριμεῖα χολὰ ποτὶ ῥινὶ κάθηται Theoc.1.18, δριμύν τε χόλον κυνός Call.Fr.380.1, cf. Hp.VM 18, Mnesith.Ath.22.3, Tim.Met. en Anon.Lond.8.24, Erasistr.162, Gal.5.275, Steph.in Gal.239
neutr. compar. como adv. más acremente βδέουσα δριμύτερον γαλῆς Ar.Pl.693, δριμύτερον ὄζειν Arist.Pr.907a13
de substancias y medicamentos acre, agudo, irritante, fuerte δριμέα φάρμακα Dsc.1.101, cf. Plu.2.73a
neutr. plu. subst. (τὰ) δριμέα = substancias irritantes οὐ χρὴ δριμέσιν ἰητρεύειν, ἀλλὰ μαλθακοῖσιν es preciso no curar con sustancias irritantes, sino suaves, Hp.Fract.27, cf. Nat.Mul.24.
II fig.
1 sent. neg. cruel, violento μάχη Il.15.696, Hes.Th.713, Sc.261, Theoc.22.107, cf. AP 7.438.2 (Damag.), Opp.H.4.554, θύελλα Opp.H.2.531, de sentimientos χόλος Il.18.322, μένος Od.24.319, Mimn.13.6, AP 2.7 (Christod.), ἄχος Hes.Sc.457, θυμός A.Ch.391, κλαύματα Ar.Pax 248, ἄλγος Q.S.5.326, ἐρωτικαὶ ἀνάγκαι Pl.R.458d, cf. Plu.2.623c, 2.759a, Opp.C.2.31, Q.S.10.130
de pers. y personif. cruel, adusto, severo ἀλάστωρ A.A.1501, ἄγροικος Ar.Eq.808, δικαστής Ar.Pax 349, cf. V.277, ἄτη Nic.Th.244, ἤθελε «δριμὺς» ... Ἱερώνυμος εἶναι cóm. op., c. juego de palabras, a δρῖλος q.u. AP 11.197 (Lucill.), de un niño ineducado δριμὺ καὶ ὑβριστότατον θηρίων Pl.Lg.808d
medic. virulento, agresivo ἕλκεα Hp.Mul.1.90
neutr. como adv. δριμὺ βλέπειν = mirar torvamente, Ar.Ra.562, Pl.R.519a, Luc.Symp.16, AP 9.777.2 (Philippus), δριμὺ ἐνορᾶν Luc.Cat.3, Ael.VH 14.22, D.C.59.26.2, cf. Gal.1.5, Ps.Callisth.4.12
δριμύτατα = muy agudamente δριμύτατα ἀλγεῖν Ael.VH 12.1.
2 sent. posit., de pers. y abstr. astuto, penetrante, agudo, sutil δ. πρέσβυς, καινὸς γνώμην un viejo sutil, de espíritu original, Ar.Au.255, cf. Pl.Tht.175d, ἐξ ἁπάντων (ἀγώνων) ἔντονοι καὶ δριμεῖς γίγνονται Pl.Tht.173a, ὅσοι οἴονται δριμεῖς εἶναι ἐν τῷ ἀποκρίνεσθαι los que se creen agudos en sus respuestas, Arist.Top.156b37, κρόταλον δριμύ astuto charlatán, ref. Odiseo, E.Cyc.104, Ἐπίκουρος Posidon.47.45, cf. Ps.Dicaearch.1.4, Plu.2.379e, Vett.Val.408.14
de abstr. δριμὺς λόγος = argumento incisivo, Arist.SE 182b32, 37, cf. Plu.2.42c
en ret., ref. a la utilización de recursos en la narración sutil Hermog.Id.1.1 (p.219), 2.5 (p.343), Plu.2.633a.
III adv. δριμέως, δριμυτάτως
1 hábilmente εὐρύθμως λαβὼν τὸ μελετητήριον εἶτ' ἐσχεδίασε δριμέως Anaxandr.16.3
sutilmente Hermog.Id.2.5.
2 violentamente ἐρασθῆναι δριμέως = amar apasionadamente, Ael.NA 7.15, sup. ὑπὸ τῆς ἐν τῇ σαρκὶ πληγῆς δριμυτάτως κεντούμενος Olymp.Iob 35.7.
• Etimología: Quizá de *dris-mu- cf. let. drīsmerasguño’, forma alargada sobre *dris- > δρίος q.u.

German (Pape)

[Seite 667] δριμεῖα, δριμύ, scharf, durchdringend, stechend, von der Wirkung aufs Gefühl; vgl. Plat. Tim. 66 a. Homer viermal: Iliad 15, 696 δριμεῖα μάγη; 18, 322 δριμὺς χόλος; 11, 270 ὡς δ' ὅτ' ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα, δριμύ, τό τε προϊεῖσι μογοστόκοι εἰλείθυιαι, Ἥρης θυγατέρες πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι; Odyss. 24, 319 ἀ νὰ ῥῖνας δέ οἱ ἤδη δριμὺ μένος προύτυψε. – Folgende: ἀλγηδών Polem. 1, 25; καπνός Ar. Vesp. 146, der in die Augen beißt; vom Geschmacke, χυμός Arist. anim. 2, 10; οἶνος Luc. tuere. cond. 18; vom Geruche, Ar. Plut. 693; Arist. anim. 2, 9; Xen. Mem. 1, 4, 5 setzt bei der Empfindung des Geschmacks τὰ γλυκέα den δριμέα gegenüber, u. so öfter vom Geschmacke, = bitter, herb, Theophr. Auch vom stechenden Blicke, δριμὺ βλέπειν Ar. Ran. 562 Philp. 50 (IX, 777), finster, zornig aussehen; ἀποβλέπειν, ἐνορᾶν, Luc. Pseud. 32; Ael. V. H. 14, 22; δριμὺ βλέμμα Hdn 4, 5, 17. – Häufig übertr. scharf, heftig; μάχη Hes. Sc. 261; ἄχος Hes. Sc. 457; vgl. Aesch. Ch. 386; Ag. 1482 ἀλάστωρ, streng, unerbittlich, δριμύτατος, der heftigste, Ar. Vesp. 277 u. öfter; γολή Theocr. 1, 18; δριμὺ καὶ ὑβριστότατον θηρίων Plat. Legg. VII, 808 d; ἔρως, Plat. epigr. 6 bei D. L. 3. 31, in der Anth. (VII, 217) steht γλυκύς, s. Iac zur St.; ἔρως εἰρήνης Plut. Num. 16; begierig, Ael. H. A. 10, 14. – Vom Geiste, durchdringend, scharfsinnig, verschmitzt, acutus; Σισύφου γένος Eur. Cycl. 104; καὶ ἔντονοι Plat. Theaet. 173 a; καὶ δικαινικός 175 d; vgl. Ar. Av. 255; Sp.

French (Bailly abrégé)

δριμεῖα, δριμύ;
1 aigre, âcre, piquant ; δριμὺ βέλος IL douleur aiguë (de l'enfantement) ; p. anal. δριμὺ ἀποβλέπειν LUC, ἐνορᾶν ÉL attacher sur qqn des regards perçants ou irrités ; fig. δριμεῖα μάχη IL combat rude litt. âcre ; δριμὺ μένος OD vive émotion ; rude, violent en parl. de pers.
2 en parl. de l'intelligence perçant, pénétrant, fin.
Étymologie: DELG pas d'étym.

Russian (Dvoretsky)

δρῑμύς: δριμεῖα, δριμύ
1 острый, пронизывающий (βέλος Hom.; ἄκος Hes.): ἀνὰ ῥῖνάς οἱ δριμὺ μένος προὔτυψε Hom. в носу у него сильно защекотало, т. е. слезы подступили у него к горлу;
2 острый, едкий, крепкий (καπνός Arph.; χυμός, ὀσμή Arst.; οἶνος Luc.: φάρμακον Plut.);
3 острый, пряный (ἐδέσματα Arst.);
4 сильно пахнущий, с острым запахом (ἄνθη Plut.);
5 гневный, злобный (χόλος Hom. и χολά Theocr.; θυμός Aesch.; θηρίον Plat.; δριμὺ βλέπειν Arph. и ἀποβλέπειν Luc.);
6 жестокий, ожесточенный (μάχη Hes.);
7 сильный, бурный, пылкий, пламенный (ἔρως Plat., Plut.);
8 остроумный, проницательный, хитрый (Σισύφου γένος Eur.; δ. καὶ ἔντονος Plat.; δριμὺ βλέπειν Plat. - ср. 5);
9 мелочный, придирчивый (ἡ ἐν γράμμασι μικρολογία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δρῑμύς: δριμεῖα, δριμύ, διαπεραστικός, ὀξύς, Λατ. acer, δριμὺ βέλος Ἰλ. Λ. 270· καὶ μεταφ., δριμεῖα μάχη Ο. 696, Ἡσ. Ἀσπ. 261· δριμὺς χόλος Ἰλ. Σ. 322· δριμὺ μένος Ὀδ. Ω. 319· ἄχος Ἡσ. Ἀσπ. 457· οὕτω, δρ. θυμὸς Αἰσχύλ. Χο. 392. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., ἐπὶ πραγμάτων, ἅτινα ἐνοχλοῦσιν ἰδίως τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ τὴν γεῦσιν, καυστικός, ὀξύς, ἐρεθιστικός, ἐπὶ καπνοῦ, Ἀριστοφ. Σφηξ. 146· καυστικός, δυνατός, ἀντίθ. γλυκύς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 5, πρβλ. Πλάτ. Κωμ. Κανθ. 5, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 10, 6· ἐπὶ ὀσμῆς, Ἀριστοφ. Πλ. 694, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2. 9, 5· δριμέσιν ἰητρεύειν, μὲ αὐστηρά, δυνατὰ φάρμακα, Ἱππ. Ἀγμ. 769· ― ἐπίρρ. -έως Ἀναξανδρ. Ἡρακλ. 1· δριμύτερον ὄζειν Ἀριστ. Προβλ. 12. 7. ΙΙΙ. μεταφ. καὶ ἐπὶ προσώπων, θερμός, αὐστηρός, πικρός, ἄγριος, ἀλάστωρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1501· ἄγροικος Ἀριστοφ. Ἱππ. 808, κτλ.· ὡσαύτως, ἀγχίνους, πανοῦργος, Λατ. acutus, Εὐρ. Κύκλ. 104· ἔντονοι καὶ δρ. Πλάτ. Θεαιτ. 173Α· δρ. καὶ δικανικὸς αὐτόθι 175D· δρ. ἐν τῷ ἀποκρίνεσθαι Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 17· λόγος δριμύτατος ὁ αὐτ. Σοφ. Ἐλέγχ. 33, 5· δριμὺ βλέπειν, βλέπειν μετὰ πικρίας ἢ αὐστηρότητος, Ἀριστοφ. Βατρ. 562· ἀλλ’ ὡσαύτως, βλέπω ὀξέως, ὀξυδερκῶς, Πλάτ. Πολ. 519Β.

Greek Monolingual

-εία, -ύ και δριμός, -ή, -ό και δριμιός, -ιά, -ιό (AM δριμύς, -εῖα, -ύ)
1. οξύς, αψύς, καυστικός στη γεύση ή την όσφρηση («δριμύ ξίδι»)
2. σφοδρός, ορμητικός, βίαιοςδριμύς χειμώνας»)
3. (για λόγο) α) δηκτικός, πειραχτικός
β) δυνατός, έντονος, επιτακτικός («δριμύτατες παρατηρήσεις»)
4. (για δάκρυα) πικρός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο δριμύς
φαρμακευτικό φυτό της οικογένειας μαγνολίδες
μσν.
βαρύς, φοβερός
αρχ.
1. (για πρόσ.) α) αυστηρός, άγριος
β) πανούργος
2. (το ουδ. ως επίρρ. με το βλέπω) αυστηρά, με οξυδέρκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αν υποτεθεί ως σημ. «αυτός που κατακόπτει, καταξεσχίζει», τότε δριμύς < δρῐσ-μύς (αντί του δρῐσ-μός.: πιθ. κατά το οξύς κ.ά.) και συνδέεται με λεττ. dris-me «σχισμή, αμυχή». Είναι επίσης πιθανή η σχέση με τη ρίζα der- «γδέρνω, ξεσχίζω» του δέρω].

Greek Monotonic

δρῑμύς: δριμεῖα, δριμύ,
I. διαπεραστικός, κοφτερός, οξύς, Λατ. acer, λέγεται για βέλος, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., δριμεῖα μάχη, δριμὺς χόλος, στο ίδ.· δριμὺ μένος, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για πράγματα, που επηρεάζουν την όραση και τη γεύση, καυστικός, οξύς, ερεθιστικός, όπως ο καπνός, σε Αριστοφ.· άγριος, πικρός, όπως τα χόρτα, βότανα, σε Ξεν.· οξύς, έντονος, λέγεται για οσμή, σε Αριστοφ.
III. μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, πικρόχολος, καυστικός, δηκτικός, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· επίσης, ζωηρός, τσουχτερός, σε Ευρ.· δριμὺ βλέπειν, κοιτάζω αυστηρά ή με πικρία, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: sharp, herb, bitter (Il.).
Compounds: δριμυλέων as philosophical surname (Gal.)
Derivatives: δριμύλος (Mosch.; dimin., cf. ἡδύλος etc. Chantr. Form. 250); δριμύτης, -ητος f. sharpness etc. (Ion.-Att.). Denomin. δριμύσσω cause a biting pain (esp. medic.; Debrunner IF 21, 243) with δρίμυξις and δριμυγμός; also δριμεύω (Anon. in EN).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The old interpretation as splitting, cutting from *δρισ-μύς (for *δρισ-μός) is not convincing (Persson Beitr. 2, 779). No etymology; Pre-Greek?

Middle Liddell

δρῑμύς, δριμεῖα, δριμύ, adj
I. piercing, sharp, keen, Lat. acer, of a dart, Il.: metaph., δριμεῖα μάχη, δριμὺς χόλος Il.; δριμὺ μένος Od.
II. of things which affect the eyes or taste, pungent, acrid, as smoke, Ar.; herbs, Xen.; smell, Ar.
III. metaph. of persons, keen, bitter, Aesch., Ar.; also keen, shrewd, Eur.:— δριμὺ βλέπειν to look bitter, Ar.

Frisk Etymology German

δριμύς: {drīmús}
Meaning: scharf, herb, bitter (seit Il.).
Derivative: Davon δριμύλος (Mosch.; deminutivisch, vgl. ἡδύλος u. a. Chantraine Formation 250) mit δριμυλέων als philosophischer Spitzname (Gal.); δριμύτης, -ητος f. Schärfe (ion. att.). Denominatives Verb δριμύσσω einen beißenden Schmerz verursachen (sp. Mediz.; Debrunner IF 21, 243) mit δρίμυξις und δριμυγμός; auch δριμεύω (Anon. in EN).
Etymology: Wenn eig. zerspaltend, schneidend, kann δριμύς aus *δρῐσμύς (für *δρῐσμός nach ὀξύς usw.?) zu lett. drīs-me Riß, Schramme gehören. Weitere Verbindung mit der großen Sippe von δέρω ist sehr wohl möglich (Persson Beitr. 2, 779).
Page 1,418

English (Woodhouse)

clever, pungent, quick, shrewd, stinging, of flavour, of intellect, of wits, quick in intellect, quick in mind, with one's wits about one

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=διαπεραστικός, ὀξύς, αὐστηρός). Πρωτότυπη λέξη.