δυσπαράπιστος
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de disuadir, indómito ἐπὰν ὑπὸ θυμοῦ κρατηθῶμεν, δυσπαραπιστότεροι (ἡμεῖς) Arist.Phgn.809a35.
2 imposible de falsificar, de toda garantía (σφραγίδες θριπήδεστοι) Ammon.Diff.244.