δυσστόχαστος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
French (Bailly abrégé)
v. δυστόχαστος.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. δυστ- Dsc.Ther.proem.p.47
difícil de predecir, difícil de evaluar ὁ καιρός Plu.Ant.28
•difícil de reconocer τὸ πυρεκτικὸν πάθος Marcellin.Puls.223, cf. Dsc.l.c.