δυστηκτος

From LSJ

φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source

Russian (Dvoretsky)

δυστηκτος: досл. тугоплавкий, перен. неразмягчающийся, твердый, жесткий (σπέρματα Plut.).