δυσωροῦμαι
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
French (Bailly abrégé)
δυσωρέομαι, δυσωροῦμαι;
f. δυσωρήσομαι;
faire une garde pénible.
Étymologie: δυσ-, ὤρα.