δυσόκνως

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec regret, avec peine.
Étymologie: δυσ-, ὄκνος.

Spanish (DGE)

adv. perezosamente, sin ganas ἐξεγείρεσθαι M.Ant.5.1
de mala gana καταλείπειν τέκνα Hdn.6.7.1.