δωδεκάσκηπτρον

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκάσκηπτρον: τό, = δωδεκάφυλον, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ου, τό
los doce cetros, e.d. las doce tribus de Israel, 1Ep.Clem.31.4.

Greek Monolingual

δωδεκάσκηπτρον, το (Α)
οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ.