δύνηαι

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. prés. sbj. épq. de δύναμαι.

Greek Monotonic

δύνηαι: Επικ. αντί δύνῃ, βʹ ενικ. υποτ. του δύναμαι.

Russian (Dvoretsky)

δύνηαι: эп. = δύνῃ II.