εθελόπονος

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

ἐθελόπονος, -ον (Α)
1. φιλόπονος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐθελόπονον
η ιδιότητα του εθελόπονου.