φιλόπονος

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόπονος Medium diacritics: φιλόπονος Low diacritics: φιλόπονος Capitals: ΦΙΛΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: philóponos Transliteration B: philoponos Transliteration C: filoponos Beta Code: filo/ponos

English (LSJ)

φιλόπονον,
A laborious, industrious, Hp.Aër.1, S.Aj.879 (lyr.), Pl.Phdr.248d, etc.; πρός τι Ael.VH1.12; opp. ἄπονος, Pl.R. 535d; τῷ σώματι φ. Isoc.1.40; φ. περὶ τὰ αὑτῶν ἔργα X.Mem.3.4.9: of dogs, ib.4.1.3, Poll.5.60; τὸ φιλόπονον = φιλοπονία (industriousness), Plu.2.88d. Sup., φιλοπονώτατος τῶν Ἑλλήνων Isoc.6.56.
2 of things, toilsome, laborious, πόλεμος X.Cyr.7.5.47 (Sup.); φιλόπονος βίος Ocell.4.10; φιλόπονόν [ἐστι], c. inf., X.Cyn.6.8.
3 Adv., φιλοπόνως = diligently, φιλοπόνως ἔχειν πρὸς τοὺς πολέμους Id.HG6.1.6; φ. ἔπραξα D.18.193; φιλοπόνως καὶ φιλοκινδύνως OGI553.6 (Xanthus, i B. C.); τὴν σταφίδα κόπτε φ. Gal.12.868: Comp. φιλοπονώτερον Isoc.9.73: Sup. φιλοπονώτατα = with the greatest industriousness Plb. 10.41.3, 12.26D.5, Demetr.Lac.Herc.1012.52.

German (Pape)

[Seite 1284] 1) Arbeit liebend, arbeitsam, tätig, fleißig; Soph. Ai. 866; Plat. Phaedr. 248 d Rep. VII, 535 c; Isocr. 1, 40. 2, 45; Xen. Cyr. 2, 2,31; περί τι, Mem. 3, 4,9; Luc. Alex. 4. – 2) mit Arbeit, Anstrengung verbunden, mühsam; πόλεμος Xen. Cyr. 7, 5,47; adv. φιλοπόνως Hell. 6, 1,4; Luc. Tim. 37; φιλοπονώτατα ἀξιοῦν Pol. 10, 41, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime le travail, laborieux, actif : φιλόπονος πρός τι, περί τι qui se donne de la peine pour qch;
2 qui coûte de la peine, laborieux, pénible;
Sp. φιλοπονώτατος.
Étymologie: φίλος, πόνος.

Russian (Dvoretsky)

φιλόπονος:
1 трудолюбивый, усиленно работающий Soph., Plat.: ἐπιμελὴς καὶ φ. περί τι Xen. тщательный и усердный в чем-л.; τῷ μὲν σώματι φ., τῇ δὲ ψυχῇ φιλόσοφος Isocr. труженик в области физической и философ в области духовной;
2 требующий большого напряжения сил, тяжелый (πόλεμος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόπονος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, ἐργατικός, φιλεργός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Σοφ. Αἴ. 879, Πλάτ., κλπ.· πρός τι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 12· ἀντίθετ. τῷ ἄπονος, Πλάτ. Πολ. 535C· φ. τῷ σώματι Ἰσοκρ. 11Α· φ. περί τι Ξεν. Ἀπομν 3. 4, 9· - ὑπερθ. -ώτατος Ἰσοκρ. 127D· ― ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 1. 3, Πολυδ Ε΄, 60· ― τὸ φιλόπονον = φιλοπονία, Πλούτ. 2. 88D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐργώδης, κοπώδης, δύσκολος, πόλεμος Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 5, 47· φιλόπονόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Κυνηγ. 6, 8· ― ἐπίρρ., φιλοπόνως ἔχειν πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 1, 4· φ. ἔπραξα Δημ. 292. 25. ― Συγκρ. -ώτερον Ἰσοκρ. 204Α· ὑπερθ. -ώτατα, Πολύβ. 10. 41, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόπονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόμοχθος, φίλεργος, εργατικός
αρχ.
1. (για πράγμ. ή εγχείρημα) κοπιαστικός («νῦν δ' ἐπειδὴ ὁ φιλοπονώτατος πόλεμος ἀναπέπαυται», Ξεν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπονον
η φιλοπονία
3. φρ. «φιλόπονόν ἐστι»
(με απρμφ.) είναι δύσκολο να... (Ξεν.).
επίρρ...
φιλοπόνως ΝΜΑ
με φιλοπονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πόνος «κόπος, μόχθος» (πρβλ. φυγόπονος)].

Greek Monotonic

φῐλόπονος: -ον, 1. αυτός που αγαπάει τη δουλειά, εργατικός, δραστήριος, φιλόπονος, σε Σοφ., Πλάτ.· υπερθ. -ώτατος, σε Ισοκρ.· επίρρ., φιλοπόνως ἔχειν, είμαι φιλόπονος, σε Ξεν.
2. λέγεται για πράγματα, κουραστικός, κοπιώδης, πόλεμος, στον ίδ.

Middle Liddell

φῐλό-πονος, ον,
1. loving labour, laborious, industrious, diligent, Soph., Plat.:—Sup. -ώτατος, Isocr.:—adv., φιλοπόνως ἔχειν to be diligent, Xen.
2. of things, toilsome, laborious, πόλεμος Xen.

English (Woodhouse)

industrious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

toilsome

Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung