εικαιολογία

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

εἰκαιολογία, η (Α) εικαιολόγος
το να μιλάει κανείς στην τύχη, απερίσκεπτα.