εκκρεμάννυμι

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

ἐκκρεμάννυμι (Α)
1. κρεμώ κάτι από ένα μέρος ή πράγμα
2. μέσ. είμαι εξαρτημένος από κάτι, είμαι αφοσιωμένος σε κάτι.