κρεμώ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, -άω και κρεμνῶ, -άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι και κρεμοῦμαι)
1. αναρτώ, εξαρτώ, στηρίζω κάτι από ψηλό σημείο (α. «κρέμασα τα ρούχα στην κρεμάστρα» β. «το πολύφωτο είναι κρεμασμένο στραβά» γ. «τόξον ἐκ πίτυος κρεμάσαι», Αισχύλ.
δ. «oἱ μὲν γὰρ ἐφ' ἵππων κρέμονται», Ξεν.)
2. απαγχονίζω, θανατώνω με απαγχονισμό (α. «τον Κίτσο τονε πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν», Πολίτ.
β. «κρεμνᾱν τὴν κόρην ἤθελον», Ξεν. γ. «παρά σοι κρεμήσετ' ἐγγὺς ἐπὶ τοῦ παττάλου», Αριστοφ.)
3. διακόπτω οριστικά ή σταματώ κάποια δραστηριότητα για μακρό χρονικό διάστημα (α. «τά κρέμασα πια τα εργαλεία μου» — σταμάτησα πλέον να δουλεύω
β. [για κληρικό] «το κρέμασα το πετραχήλι μου» — έχω τιμωρηθεί με αργία
γ. «κρεμώ τ' άρματα» — σταματώ τον πόλεμο, διακόπτω τις εχθροπραξίες
δ. «σπονδὰς ποιῆσαι καὶ κρεμάσαι τὰς ἀσπίδας» — να κάνουν σπονδές και να σταματήσουν τον πόλεμο, Αριστοφ.
ε. «πηδάλιον κρεμάσασθαι» — να σταματήσω πια να ταξιδεύω, να ξεμπαρκάρω)
4. φρ. «κρέμομαι ή κρεμιέμαι από τον...» ή «κρέμομαι στον...», «κρέμαμαι ἔκ τινος» — εξαρτώμαι εντελώς από κάποιον ή αφιερώνομαι ολόψυχα σε κάποιον
5. μέσ. επικρέμαμαι, αιωρούμαι απειλητικά πάνω από κάποιον (α. «ο κίνδυνος κρέμεται πάνω απ' το κεφάλι του» β. «δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. μέσ. κρεμιέμαι
παντρεύομαι
2. φρ. α) «κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά» — είναι πολύ εριστικός και φιλόνικος άνθρωπος
β) «κρέμομαι [ή κρεμιέμαι] στον λαιμό κάποιου» — εναποθέτω τις ελπίδες μου σε κάποιον
γ) «κρέμομαι από το στόμα [ή από τα χείλη] κάποιου» — παρακολουθώ με πολύ ενδιαφέρον τα λόγια κάποιου
δ) «η ζωή του κρέμεται από μια κλωστή» — διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να πεθάνει
ε) «κρεμώ κάτι σε μια μπαμπακερή κλωστή» — θέτω σε κίνδυνο
στ) «να το κρεμάσεις σκουλαρίκι» — να το 'χεις στο μυαλό σου
3. παροιμ. α. «στού κρεμασμένου το σπίτι δεν μιλάνε για σχοινί» — δεν πρέπει να θυμίζει κανείς ενοχές ή επώδυνες εμπειρίες
β. «κάθε αρνί απ' το ποδάρι του θα κρεμαστεί» — ο καθένας με την τύχη του
μσν.
1. βρίσκομαι πάνω από κάπου
2. (ο τ. κρεμάζω) επιθυμώ
3. φρ. α) «κρέμεται ὁ νοῦς μου εἰς ἔννοιαν» — νοιάζομαι
γ) «κρεμάμενος λίθος» — ο μετεωρίτης λίθος τών μωαμεθανών
αρχ.
1. είμαι αναποφάσιστος («ἵνα προείδωσι περὶ οὗ ὁ λόγος, καὶ μὴ κρέμηται ἡ διάνοια», Αριστ.)
2. σταυρώνω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. κρεμάννυμι, κρέμαμαι κ.λπ. με λιθουαν. kariu, kάrti «κρέμομαι, αναρτώ» και με αρχ. ινδ. śrāmyati «κουράζω» παραμένει αβέβαιη, λόγω της μορφολογικής διαφοράς στο πρώτο και της σημασιολογικής στο δεύτερο. Ο ενεστωτικός τ. κρεμάννυμι, μολονότι ο πιο εύχρηστος, σχηματίστηκε υστερογενώς από τον αόρ. ἐ-κρέμα-σα (πρβλ. κεράννυμι), ο ίδιος δε μεταπλάστηκε αργότερα (όπως όλα τα ρ. σε -νυμι) σε -νύω (κρεμαννύω). Ως αρχικοί ενεστωτικοί τ. θεωρούνται ο μεσοπαθ. κρέμαμαι και ο αθέματος κρίμνημι, του οποίου το -ι- ερμηνεύεται ως συνοδίτης φθόγγος που αναπτύχθηκε στο παρεκτεταμένο με έρρινο ένθημα θέμα κρι-μ- (πρβλ. κίρνημι)
απαντά και με τη μορφή κρήμνημι, του οποίου το -η- οφείλεται σε επίδραση της λ. κρημνός). Ο ενεστ. τ. κρέμομαι μεταπλάστηκε κατά τα βαρύτονα, ενώ ο τ. κρεμώ κατά τα συνηρημένα (περισπώμενα)
τέλος, ο τ. κρεμάζω < αόρ. ἐκρέμασα λόγω της ταύτισης του αοριστικού τ. με εκείνον τών ρ. σε -άζω.
ΠΑΡ. κρεμάθρα, κρέμαση, κρεμαστήρ(ας), κρεμασμός, κρεμαστός, κρεμάστρα
αρχ.
κρεμάς, κρεμασία, κρέμαστρον
μσν.- νεοελλ.
κρέμασμα
νεοελλ.
κρεμάδα, κρεμάλα, κρεμαστηριος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. ανακρεμάννυμι, αποκρεμάννυμι, αποκρεμώ, εισκρεμάννυμι, εκκρεμάννυμι, επικρεμάννυμι, επικρεμαννύω, κατακρεμάννυμι, παρακρεμάννυμι, περικρεμάννυμι, προκρεμάννύω, προσκρεμάννυμι, υπερεκκρεμάννυμι, υπερκρεμάννυμι, υποκρεμάννυμι].