εκτελεστός

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που μπορεί να εκτελεστεί («η απόφαση είναι εκτελεστή»).