εκτομέας

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἐκτομεύς)
1. όργανο με το οποίο γίνεται η εκτομή
2. αυτός που διενεργεί την εκτομή.