οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way
ἑλέπολις (AM) (Α και ἑλέπτολις, η)
1. μεγάλη πολιορκητική μηχανή σε σχήμα ξύλινου πύργου
2. (ως επίθ. για την Ελένη) αυτή που κυριεύει, καταστρέφει πόλεις.