ελαιότοπος

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek Monolingual

ο (Μ ἐλαιότοπος)
1. μεγάλη έκταση φυτεμένη με ελιές
2. τόπος παραγωγής άφθονης και καλής ποιότητας λαδιού.