ελεγκτικός

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἐλεγκτικός, -ή, -όν)
1. ο ικανός, κατάλληλος ή αρμόδιος να ελέγχει
2. το θηλ. ως ουσ. η ελεγκτική
το σύνολο τών μεθόδων και τών αρχών τις οποίες εφαρμόζει ο ελεγκτής για τη διενέργεια του ελέγχου
νεοελλ.
φρ. «Ελεγκτικό Συνέδριο» — το Ανώτατο όργανο ελέγχου τών λογαριασμών τών δημοσίων υπολόγων και της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του κράτους
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐλεγκτικά
μέσα εξιχνιάσεως
αρχ.
επικριτής, επιτιμητής.