δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
-ή, -ό (Α ἐλεγκτός, -ή, -όν)αυτός ο οποίος μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί.