ελελίσφακος

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐλελίσφακος, ο και ἐλελίσφακον, το)
ονομασία φυτών του γένους Salvia, αλισφακιά.