βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
ἑλικοβλέφαρος, -ον (Α)(για γυναίκα) αυτή που ρίχνει γρήγορες ματιές.