ελόβιος

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

-α, -ο (για πτηνά, ζώα και φυτά)
1. αυτός που ζει ή αναπτύσσεται στα έλη
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ελόβια
τάξη τροπιδωτών πτηνών, καλοβάμονα (η μπεκάτσα, το λελέκι κ.ά.).