λελέκι

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

το
1. το πτηνό πελαργός
2. πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος
3. είδος μεγάλου δρεπανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leylek].