ενασχόληση

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

η
η εργασία με την οποία ασχολείται κανείς, και κυρίως άσχετα με το κύριο επάγγελμά του, περιθωριακά («ενασχόληση στη συλλογή γραμματοσήμων, στο κυνήγι» κ.λπ.).