ενασχόληση

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

Greek Monolingual

η
η εργασία με την οποία ασχολείται κανείς, και κυρίως άσχετα με το κύριο επάγγελμά του, περιθωριακά («ενασχόληση στη συλλογή γραμματοσήμων, στο κυνήγι» κ.λπ.).