ενεχύρασμα

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371

Greek Monolingual

ἐνεχύρασμα, το (Α)
αυτό που λαμβάνεται ως ενέχυρο.