ενεχύρασμα

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

ἐνεχύρασμα, το (Α)
αυτό που λαμβάνεται ως ενέχυρο.