ενιαυτοφανής

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek Monolingual

ἐνιαυτοφανής, -ές (Α)
αυτός που εμφανίζεται κάθε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενιαυτός + -φανής < εφάνην, αόρ. του φαίνομαι].