ενιαυτός

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐνιαυτός)
χρόνος, έτος, χρονιά
νεοελλ.
(νομ.) «πένθιμος ενιαυτός» — το πρώτο έτος από τον θάνατο του συζύγου, κατά το οποίο, αν η χήρα συνάψει νέο γάμο, υπόκειται σε διάφορες περιουσιακές συνέπειες
αρχ.
1. μεγάλη χρονική περίοδος, χρονικός κύκλος («περιπλομένων ένιαυτών», Ομ. Οδ.)
2. περίοδος εξακοσίων ετών
3. (ως κύρ. όνομα) Ἐνιαυτός
προσωποποίηση του έτους
4. ονομασία του κέρατος της Αμάλθειας
5. φρ. α) «μέγας ἐνιαυτός» — ο πυθαγόρειος χρονικός κύκλος
β) «ἐνιαυτὸς Μέτωνος» — χρονική περίοδος 239 μηνών, που αποτελούν κύκλο δεκαεννέα ετών
γ) «ἐνιαυτῷ» — με τη λήξη του έτους
δ) «τοῦ ἐνιαυτοῦ» — κάθε χρόνο
ε) «δι' ἐνιαυτοῦ πέμπτου» — κάθε πέντε έτη
στ) «εἰς ἐνιαυτόν», «κατ' ἐνιαυτόν», «ἐπ' ἐνιαυτόν» — για ένα έτος
ζ) «παρ' ἐνιαυτόν» — κάθε δεύτερο έτος
η) «πρὸ ἐνιαυτοῦ» — πριν από ένα έτος
θ) «εἰς τὸν σᾱτες ἐνιαυτόν» — για το τρέχον έτος
ι) «πρὸ τῷ ἐνιαυτῷ» — πριν από την πάροδο του έτους
ια) «ἐνιαυτὸς ἀναπαύσεως ή ἀφέσεως» — κάθε έβδομο έτος, κατά το οποίο οι Ισραηλίτες ἡταν υποχρεωμένοι να αφήνουν ακαλλιέργητα τα κτήματά τους στη διάθεση τών φτωχών και τών ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν-ιαυ-τός
α' συνθετικό της λ. είναι το en- «έτος», το οποίο πιθ. απαντά στα ένος «έτος» (πρβλ. δίενος, τετράενος κ.ά.), επίθ. ήνις «ηλικίας ενός έτους», καθώς και στα λιθ. per-nai «πέρυσι», γοτθ. fram fair-n-in jera «από πέρυσι», ρωσ. lo-ni (< ol-ni) «πέρυσι». Το β' συνθετικό της λέξεως παρουσιάζει ερμηνευτικές δυσχέρειες. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με το ιαύω «κοιμάμαι, παύω, σταματώ» και ότι προήλθε ως ρηματικό επίθετο σε -τος είτε από το θ. του ενεστ. ιαυ- είτε από θ. αν-, οπότε το -ι- είναι συνδετικό φωνήεν. Κατ' άλλους, ενιαυτός < εν-ιαύω
< προρρηματικό εν- + ρ. ιαύνω
πρόκειται δηλ. για τις ημέρες του ηλιοστασίου, επειδή τότε ο ήλιος φαίνεται στάσιμος ως προς την απόκλιση. Άλλες ερμηνείες που έχουν προταθεί δεν έχουν ισχυρή βάση.
ΠΑΡ. ενιαύσιος
αρχ.
ενιαυτίζω
αρχ.-μσν.
ενιαυσιαίος.
ΣΥΝΘ. αρχ. ενιαυτοφανής, ενιαυτοφορώ].