ενόριος

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86

Greek Monolingual

ἐνόριος, -ον (AM) όριον
1. αυτός που περικλείεται από τα σύνορα
2. αυτός που βρίσκεται στα σύνορα.