ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered
ἐνόριος, -ον (AM) όριον1. αυτός που περικλείεται από τα σύνορα2. αυτός που βρίσκεται στα σύνορα.