εξασκελής

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

ἑξασκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει έξι σκέλη, που είναι σχισμένος σε έξι μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξι + -σκελής (< σκέλος)].