εξασκελής

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

ἑξασκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει έξι σκέλη, που είναι σχισμένος σε έξι μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξι + -σκελής (< σκέλος)].