επάρτης

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

ο
ναυτ. όργανο για ανύψωση βαρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. αρ- (αίρω < αργω) + επίθημα -της].