αίρω
From LSJ
Greek Monolingual
(Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω)
1. σηκώνω, υψώνω
2. σηκώνω κάτι και το κρατώ υψωμένο, βαστάζω
3. τερματίζω, βάζω τέλος σε κάτι
4. ακυρώνω, ανακαλώ, καταργώ
νεοελλ.
(επίρρ. φρ.) «άρον-άρον», βιαστικά, επειγόντως, διά της βίας
μσν.
φρ. «αἴρω λόγους», συνομιλώ, συζητώ
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. κάνω κάτι (π. χ. το τείχος) υψηλό, ανυψώνω
2. παίρνω, αντλώ, συλλέγω
3. φέρω, φορώ
4. (για πολεμικές επιχειρήσεις) είμαι έτοιμος για αναχώρηση, ξεκινώ, ξεσηκώνομαι
5. εντείνω, αυξάνω
6. επαινώ, εκθειάζω, μεγαλύνω