επαινετός

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπαινετός, -ή, -όν)
1. αυτός που αξίζει έπαινο, αξιέπαινος
2. παινεμένος, ξακουστός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαινετόν
αντικείμενο επαίνου (Αριστοτ.).